- κυτταροκίνες
- Ομάδα διαλυτών –βιολογικά ενεργών– πρωτεϊνών, μικρής μοριακής μάζας, οι οποίες εκκρίνονται από ένα κύτταρο προκειμένου να τροποποιήσουν τη δική του λειτουργία, οπότε γίνεται λόγος για αυτοκρινή δράση των γειτονικών του κυττάρων (παρακρινής δράση) ή άλλων μακρινών κυττάρων (ενδοκρινής δράση). Σε πολλές περιπτώσεις μεμονωμένες κ. παρουσιάζουν πολλαπλή βιολογική δράση, όπως επίσης διαφορετικές κ. είναι δυνατόν να έχουν αλληλοεπικαλυπτόμενες λειτουργίες. Οι κ. δρουν με το να δεσμεύονται σε ειδικούς υποδοχείς· εμπλέκονται στην αναπαραγωγή, στην αύξηση, στη ρύθμιση της ομοιόστασης, στην απόκριση σε τραυματισμούς, στην πήξη του αίματος και στην ανοσία του οργανισμού. Οι κ. χωρίζονται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες: τις ιντερλευκίνες (IL), τους παράγοντες διέγερσης αποικιών (CSF), τις ιντερφερόνες (INF), τους παράγοντες νέκρωσης όγκων (TNF) και τους αυξητικούς παράγοντες (GF). Οι ιντερλευκίνες παράγονται και δρουν πάνω σε λευκοκύτταρα· οι παράγοντες διέγερσης αποικιών εξυπηρετούν τον πολλαπλασιασμό κυτταρικών τύπων της αιμοποιητικής σειράς καθώς και τη διαφοροποίηση πολλών από αυτών σε μακροφάγα και κοκκιοκύτταρα· οι ιντερφερόνες εμπλέκονται στην παρεμπόδιση της αναπαραγωγής των ιών εντός των κυττάρων· οι παράγοντες νέκρωσης όγκων έχουν κυτταροτοξική δράση, δηλαδή προκαλούν τη λύση μολυσμένων ή μετασχηματισμένων κυττάρων (π.χ. καρκινικών κυττάρων), απ’ όπου και η ονομασία τους, ενώ συγχρόνως ενεργοποιούν τα μακροφάγα και τα φυσικά φονικά κύτταρα και προάγουν τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις και τη θρόμβωση· οι αυξητικοί παράγοντες, τέλος, προάγουν τον πολλαπλασιασμό διαφόρων τύπων καλοηθών κυττάρων. Συνεχώς ανακαλύπτονται νέες κ., οι οποίες λαμβάνουν την ονομασία τους με βάση τη βιολογική τους δράση.
Dictionary of Greek. 2013.